- κηροπλάστης
- Είδος εντόμου της οικογένειας των κοκκιδών, της τάξης των ομοπτέρων, γνωστό και με την κοινή ονομασία ψώρα της συκιάς. Η επιστημονική του ονομασία είναι Ceroplastes ceriferus. Το έντομο αυτό εκκρίνει ένα παχύ στρώμα κεριού, κάτω από το οποίο ζει, χωρίς να προσκολλάται σε αυτό. Είναι μάλιστα το επιβλαβέστερο έντομο που προσβάλλει τη συκιά στις παραμεσόγειες χώρες, καθώς καλύπτει τα τρυφερά άκρα των βλαστών της, τα φύλλα και τους καρπούς της και απομυζά τους χυμούς. Προσβάλλει επίσης τη μυρτιά, τη φιστικιά, την πικροδάφνη και όλα τα είδη φυτών του γένους Ficus. Η καταπολέμησή του παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες, εξαιτίας του κέρινου περιβλήματος, το οποίο το προστατεύει από τα εντομοκτόνα. Οι ψεκασμοί με εντομοκτόνα επαφής (γαλάκτωμα πετρελαίου, θειασβέστιο κλπ.) είναι αποτελεσματικοί κατά την εποχή της εκκόλαψης των προνυμφών, πριν δηλαδή σχηματιστεί το κέρινο περίβλημα. Ο κ. έχει δύο φυσικούς εχθρούς: ένα υμενόπτερο (σκουτελίτσα) και ένα λεπιδόπτερο (κοτσιδοφάγος), που τρώνε τα αβγά και τις προνύμφες του, περιορίζοντας έτσι τις ζημιές που μπορεί να προκαλέσει. Τα τελευταία χρόνια γίνεται χρήση νέων εντομοκτόνων. Πρέπει όμως να διενεργείται προσεκτικά, γιατί συγχρόνως εξολοθρεύεται το έντομο με το οποίο γίνεται η γονιμοποίηση των σύκων.
* * *ο (Α κηροπλάστης)αυτός που κατασκευάζει προπλάσματα ή έργα τέχνης από κερί («λιθοξόοις καὶ κηροπλάσταις ἀνθρωπόμορφα τῶν θεῶν εἴδη ποιοῡσι», Πλούτ.)νεοελλ.1. αυτός που κατασκευάζει λαμπάδες και κεριά2. (εντομ.) γένος εντόμων τής οικογένειας coccidae.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. μυθο-πλάστης, τριχο-πλάστης].
Dictionary of Greek. 2013.